υπεραιμικός

υπεραιμικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπεραιμία («υπεραιμικά συμπτώματα»)
2. αυτός που παρουσιάζει υπεραιμία.
επίρρ...
υπεραιμικώς και υπεραιμικά Ν
κατά υπεραιμικό τρόπο, με υπεραιμία ή σε υπεραιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπεραιμία. Ο λόγιος τ. τού επιρρ. ὑπεραιμικῶς μαρτυρείται από το 1876 στον Θεοδ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπεραιμικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την υπεραιμία (βλ. λ.), αυτός που είναι της υπεραιμίας: Υπεραιμική κατάσταση. 2. αυτός που πάσχει από υπεραιμία: Υπεραιμικός πνεύμονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιγμορίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου που επενδύει τις κοιλότητες των ιγμορείων κόλπων, δηλαδή των παραρινικών κόλπων. Οι τελευταίοι διακρίνονται στους μετωπιαίους, στους ηθμοειδείς, στους σφηνοειδείς και στους γναθιαίους κόλπους. Προσβάλλει σπάνια παιδιά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”