- υπεραιμικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπεραιμία («υπεραιμικά συμπτώματα»)2. αυτός που παρουσιάζει υπεραιμία.επίρρ...υπεραιμικώς και υπεραιμικά Νκατά υπεραιμικό τρόπο, με υπεραιμία ή σε υπεραιμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπεραιμία. Ο λόγιος τ. τού επιρρ. ὑπεραιμικῶς μαρτυρείται από το 1876 στον Θεοδ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.